- συνεμφανίζω
- Aκάνω κάτι φανερό ταυτοχρόνως με κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεμφανίζον — συνεμφανίζω pres part act masc voc sg συνεμφανίζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμφανισθῆναι — συνεμφανίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)